Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξετάζει ένα νέο σχέδιο για την πώληση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων και των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει επενδυτικό ενδιαφέρον. Το πλάνο αυτό, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να δώσει λύση στο μακροχρόνιο αδιέξοδο της βιομηχανίας σιδερονικελίου.
Η διαδικασία πώλησης της ΛΑΡΚΟ ναυάγησε τον Αύγουστο του 2024, όταν η κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – AD Holdings απέσυρε το ενδιαφέρον της. Έξι μήνες μετά, το ΥΠΕΝ επανέρχεται με την ιδέα ενός νέου διαγωνισμού, ο οποίος θα επικεντρώνεται όχι στη βιομηχανία, που οδεύει προς πτώχευση, αλλά στα μεταλλευτικά δικαιώματα και τις εγκαταστάσεις. Το μοντέλο θα βασίζεται στη διαγωνιστική διαδικασία των μεταλλείων αντιμονίου στη Χίο, προσφέροντας μια τελευταία ευκαιρία για αξιοποίηση της πολύτιμης πρώτης ύλης.
Παράλληλα, το σχέδιο προβλέπει τη διευθέτηση των περιβαλλοντικών υποχρεώσεων του μελλοντικού επενδυτή, δεδομένου ότι η ΛΑΡΚΟ έχει σωρευμένα πρόστιμα 50 εκατ. ευρώ λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης και ρύπανσης του Ευβοϊκού Κόλπου. Επιπλέον, διαθέτει λιμάνι, κάτι που θα διευκολύνει την περιβαλλοντική αδειοδότηση και τη βιωσιμότητα του επενδυτικού σχεδίου.
Η επιχείρηση έχει κοστίσει στον κρατικό προϋπολογισμό πάνω από 120 εκατ. ευρώ από το 2020, ενώ συνεχίζει να επιβαρύνεται με 4,36 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο λόγω της καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2022.
Η κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει με το νέο σχέδιο, ωστόσο, η τελική απόφαση ανήκει στο Μέγαρο Μαξίμου και στον Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος είχε δρομολογήσει την εκκαθάριση της ΛΑΡΚΟ. Ο στόχος είναι να σταματήσει η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς το κόστος στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το 1989 έως το 2019 ξεπερνά τα 5,77 δισ. ευρώ.